- καταγωγεύς
- καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)αυτός που κατεβάζει κάτιαρχ.αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξ-αγωγεύς, προ-αγωγεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγωγεύς — cattle drover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγεῖς — καταγωγεύς cattle drover masc acc pl καταγωγεύς cattle drover masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγῆς — καταγωγεύς cattle drover masc nom pl καταγωγεύς cattle drover masc nom/voc pl καταγωγή bringing down from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγέων — καταγωγεύς cattle drover masc gen pl καταγωγέω̆ν , καταγωγεύς cattle drover masc gen pl καταγωγή bringing down from fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωγέως — καταγωγέω̆ς , καταγωγεύς cattle drover masc gen sg καταγωγεύς cattle drover masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροκαταγωγεύς — έως, ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + καταγωγεύς (< κατάγω «οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω»)] … Dictionary of Greek
καταγωγῇ — καταγωγῆι , καταγωγεύς cattle drover masc dat sg (epic ionic) καταγωγή bringing down from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)